- ημικρανικός
- -ή, -ό (AM ἡμικρανικός, -ή, -όν) [ημικρανία]αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στην ημικρανίαως ουσ. αυτός που πάσχει συχνά από ημικρανίααρχ.φρ. «ἡμικρανικὰ φάρμακα» — τα φάρμακα κατά τής ημικρανίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμικρανικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημικρανικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ημικρανία: Ημικρανικοί πόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμικρανικῶν — ἡμικρανικός of fem gen pl ἡμικρανικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικόν — ἡμικρανικός of masc acc sg ἡμικρανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικοῖς — ἡμικρανικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικούς — ἡμικρανικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικῶς — ἡμικρανικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ἡμικρανικάς — ἡμικρανικά̱ς , ἡμικρανικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)